δρήστης

δρήστης
δρήστ-ης, [dialect] Att. [full] δράστης, ου, [dialect] Dor. [full] δράστας, α, ,
A worker, Archil.72; θεράπων, οὐ δράστας as an attendant, not a slave, Pi.P.4.287; doer, actor,

αὐτουργὸς καὶ δράστης Plb.12.25h

.6.
2 as Adj., energetic, Man.5.85.
II = δραπέτης, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρήστης — ο βλ. δράστης …   Dictionary of Greek

  • δρήστης — δρηστήρ labourer fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”